- απαγόρευση
- Δικαστική ή νόμιμη α. είναι η κατάσταση ολικής ανικανότητας για δικαιοπραξία στην οποία βρίσκεται ένα άτομο, είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης που τον κηρύσσει σε κατάσταση α. (δικαστική α.) είτε από τον νόμο (νόμιμη α.). Σε κατάσταση δικαστικής α. κηρύσσεται ο διανοητικά ασθενής ή ο σωματικά ανάπηρος, που δεν είναι σε θέση να φροντίσει για τις υποθέσεις του. Τις νομικές πράξεις του ατόμου που βρίσκεται σε α. εκτελεί τότε επίτροπος (ή παρεπίτροπος) ο οποίος διορίζεται από το δικαστήριο, έπειτα από αίτηση του συζύγου, του επιτρόπου ή του κηδεμόνα (όταν πρόκειται για ανήλικο), οποιουδήποτε συγγενή ή του εισαγγελέα· η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από γνωμοδότηση του συγγενικού συμβουλίου. Σε κατάσταση νόμιμης α., με τις ίδιες συνέπειες όπως στην περίπτωση της δικαστικής α., βρίσκεται με ρητή πρόβλεψη του νόμου και χωρίς την ανάγκη μεσολάβησης δικαστικής απόφασης κάθε άτομο που καταδικάστηκε σε ποινή κακουργήματος· η κατάσταση αυτή της α. αρχίζει από την τελεσιδικία της καταδικαστικής απόφασης και διαρκεί όσο και η ποινή.
* * *η (AM ἀπαγόρευσις)το να μην επιτρέπεται κάτι, η παρεμπόδισηνεοελλ.1. η κατάσταση του φυσικού προσώπου η οποία το εμποδίζει να κάνει τις διάφορες δικαιοπραξίες που αφορούν στο πρόσωπο του ή στην περιουσία του2. φρ. «δικαστική απαγόρευση» — νόμιμη απαγόρευσηαρχ.σωματική κόπωση, εξάντληση.
Dictionary of Greek. 2013.